Anonymous

νύννιον: Difference between revisions

From LSJ
2
(27)
(2)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νύννιον]], τὸ, και νύννιος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπι τοῑς παιδίοις τοῑς καταβαυκαλουμένοις φασὶ λέγεσθαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. που οφείλεται σε [[ονοματοποιία]], όπως και τα νεοελλ. [[ναναρίζω]], [[νανουρίζω]]].
|mltxt=[[νύννιον]], τὸ, και νύννιος, ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπι τοῑς παιδίοις τοῑς καταβαυκαλουμένοις φασὶ λέγεσθαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για τ. που οφείλεται σε [[ονοματοποιία]], όπως και τα νεοελλ. [[ναναρίζω]], [[νανουρίζω]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b3">ἐπὶ τοῖς παιδίοις καταβαυκαλούμενόν φασι λέγεσθαι ὁμοίως καὶ τὸ νύννιος</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Onomatopoetic Lallwort, cf. NGr. <b class="b3">νανναρίζω</b>, <b class="b3">ναννουρίζω</b> <b class="b2">I rock asleep</b> and Oehl IF 57, 19. DELG's comm. is unclear to me; it refers to <b class="b3">νίννιον</b>
}}
}}