μούργα: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(26)
(No difference)

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
το ακάθαρτο κατακάθι λαδιού ή κρασιού στον πυθμένα δοχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. amurca ή < αρχ. ἀμόργη].