μυθώδης: Difference between revisions

26
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble à une fiction, fabuleux : τὸ μυθῶδες PLUT caractère fabuleux d’une chose;<br /><i>Sp.</i> μυθωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[μῦθος]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble à une fiction, fabuleux : τὸ μυθῶδες PLUT caractère fabuleux d’une chose;<br /><i>Sp.</i> μυθωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[μῦθος]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[μυθώδης]], -ῶδες) [[μύθος]]<br />αυτός που μοιάζει με μύθο, ο [[πλαστός]] («καὶ τὰ περὶ Κοίρανον [[ὄντα]] μυθώδη πίστιν ἔσχε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που υπερβαίνει τα όρια της πραγματικότητας, [[υπερβολικός]], [[αφάνταστος]], [[αμύθητος]], [[παροιμιώδης]] («μυθώδη πλούτη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυθώδες</i><br />οι μύθοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μυθωδώς</i> (Α μυθωδῶς)<br />[[κατά]] τρόπο μυθώδη.
}}
}}