Anonymous

μυθώδης: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[μυθώδης]], -ῶδες) [[μύθος]]<br />αυτός που μοιάζει με μύθο, ο [[πλαστός]] («καὶ τὰ περὶ Κοίρανον [[ὄντα]] μυθώδη πίστιν ἔσχε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που υπερβαίνει τα όρια της πραγματικότητας, [[υπερβολικός]], [[αφάνταστος]], [[αμύθητος]], [[παροιμιώδης]] («μυθώδη πλούτη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυθώδες</i><br />οι μύθοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μυθωδώς</i> (Α μυθωδῶς)<br />[[κατά]] τρόπο μυθώδη.
|mltxt=-ες (Α [[μυθώδης]], -ῶδες) [[μύθος]]<br />αυτός που μοιάζει με μύθο, ο [[πλαστός]] («καὶ τὰ περὶ Κοίρανον [[ὄντα]] μυθώδη πίστιν ἔσχε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που υπερβαίνει τα όρια της πραγματικότητας, [[υπερβολικός]], [[αφάνταστος]], [[αμύθητος]], [[παροιμιώδης]] («μυθώδη πλούτη»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυθώδες</i><br />οι μύθοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μυθωδώς</i> (Α μυθωδῶς)<br />[[κατά]] τρόπο μυθώδη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῡθώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[θρυλικός]], [[μυθικός]], σε Πλάτ.· <i>τὸ μυθῶδες</i>, το [[πεδίο]] του μύθου, σε Θουκ.· <i>τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν</i>, το [[μέρος]] από αυτά, που είναι σα να μην ανήκει στον μύθο, στον ίδ.
}}
}}