μυρτία: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(6_3)
(26)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρτία''': «[[μυρσίνη]], καὶ μυρτὶς» Ἡσύχ., κοινῶς «μυρτιά».
|lstext='''μυρτία''': «[[μυρσίνη]], καὶ μυρτὶς» Ἡσύχ., κοινῶς «μυρτιά».
}}
{{grml
|mltxt=[[μυρτία]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μυρσίνη]], και [[μυρτίς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 222] ἡ, = μυρσίνη, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μυρτία: «μυρσίνη, καὶ μυρτὶς» Ἡσύχ., κοινῶς «μυρτιά».

Greek Monolingual

μυρτία (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μυρσίνη, και μυρτίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + κατάλ. -ία].