μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own
(26) |
(No difference)
|
ο (Α μυρσινών και αττ. τ. μυρρινών)
τόπος κατάφυτος από μυρσίνες, άλσος από μυρτιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος / μύρρινος + κατάλ. -ων (πρβλ. αμπελ-ών)].