άλσος

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source

Greek Monolingual

το (Α ἄλσος)
μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος
νεοελλ.
μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για περίπατο, πάρκο
αρχ.
1. δάσος ιερό, αφιερωμένο στους θεούς (πρβλ. τέμενος)
2. οποιοσδήποτε χώρος, ακόμη και δίχως δέντρα, που ανήκει στους θεούς
3. «Μαραθώνιον ἄλσος», η πεδιάδα του Μαραθώνα που τή θεωρούσαν ιερή, λόγω της γνωστής μάχης
«πόντιον ἄλσος», θαλασσινό λιβάδι, δηλ. θάλασσα, ωκεανός
4. στη μυκην. η λ. μαρτυρείται με το τοπωνύμιο Ἄλσος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο συσχετισμός της λ. με το ιερό της Ολυμπίας Ἄλτις οδηγεί στη σύνδεσή της με Τ. ἀλτ-yo. Σύμφωνα με άλλη άποψη η λ. ἄλσος συνδέεται με ρίζα ἀλ- «τρέφω» (πρβλ. και ἀλδαίνω, ἀλθαίνω), ετυμολογία που δεν ικανοποιεί σημασιολογικά.
ΠΑΡ. αλσώδης
αρχ.
ἀλσηίς, ἄλσωμα, ἀλσών
μσν.
ἀλσαῖος νεοελλ. αλσύλλιο.
ΣΥΝΘ. αλσοκόμος
νεοελλ.
αλσοβριθής, αλσοδίαιτος, αλσόπολη, αλσοφύλαξ].