άλσος

From LSJ

Πολλοὶ μὲν εὐτυχοῦσιν, οὐ φρονοῦσι δέ → Multis adest fortuna, non prudentia → Viele sind im Glück und doch nicht bei Verstand

Menander, Monostichoi, 447

Greek Monolingual

το (Α ἄλσος)
μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος
νεοελλ.
μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για περίπατο, πάρκο
αρχ.
1. δάσος ιερό, αφιερωμένο στους θεούς (πρβλ. τέμενος)
2. οποιοσδήποτε χώρος, ακόμη και δίχως δέντρα, που ανήκει στους θεούς
3. «Μαραθώνιον ἄλσος», η πεδιάδα του Μαραθώνα που τή θεωρούσαν ιερή, λόγω της γνωστής μάχης
«πόντιον ἄλσος», θαλασσινό λιβάδι, δηλ. θάλασσα, ωκεανός
4. στη μυκην. η λ. μαρτυρείται με το τοπωνύμιο Ἄλσος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο συσχετισμός της λ. με το ιερό της Ολυμπίας Ἄλτις οδηγεί στη σύνδεσή της με Τ. ἀλτ-yo. Σύμφωνα με άλλη άποψη η λ. ἄλσος συνδέεται με ρίζα ἀλ- «τρέφω» (πρβλ. και ἀλδαίνω, ἀλθαίνω), ετυμολογία που δεν ικανοποιεί σημασιολογικά.
ΠΑΡ. αλσώδης
αρχ.
ἀλσηίς, ἄλσωμα, ἀλσών
μσν.
ἀλσαῖος νεοελλ. αλσύλλιο.
ΣΥΝΘ. αλσοκόμος
νεοελλ.
αλσοβριθής, αλσοδίαιτος, αλσόπολη, αλσοφύλαξ].