ναυβαρώ: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
(26)
(No difference)

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek Monolingual

ναυβαρῶ, -έω (Α)
φορτώνω πλοίο υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -βαρῶ (< -βαρής < βάρος), πρβλ. ισο-βαρώ].