Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
(26) |
(No difference)
|
ναυβαρῶ, -έω (Α)
φορτώνω πλοίο υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -βαρῶ (< -βαρής < βάρος), πρβλ. ισο-βαρώ].