νεφόβλητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(27)
(No difference)

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek Monolingual

νεφόβλητος, -ον (Α)
αυτός που ρίχνεται, που προέρχεται από τα σύννεφα («νεφόβλητος χάλαζα», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. χιονό-βλητος].