νεφηδόν: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(27)
(No difference)

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek Monolingual

νεφηδόν (Α)
επίρρ. όπως τα σύννεφα, σαν σύννεφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. σωρ-ηδόν)].