νηκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(6_12)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηκτήρ''': -ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., μεταγεν.
|lstext='''νηκτήρ''': -ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[νηκτήρ]], ὁ (Α) [[νήκτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νηκ</i>- του [[νήχω]] «[[κολυμπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>δεκ</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νηκτήρ: -ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., μεταγεν.

Greek Monolingual

νηκτήρ, ὁ (Α) νήκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηκ- του νήχω «κολυμπώ» + επίθημα -τήρ (πρβλ. δεκ-τήρ)].