κολυμπώ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh
Greek Monolingual
(AM κολυμπῶ, -άω, Α δωρ. τ. κολυμφῶ, Μ και κολυμπῶ και μέσ. κολυμπῶμαι)
επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό με κατάλληλες κινήσεις τών άκρων («α. είναι 20 χρόνων και δεν ξέρει να κολυμπάει» β. «ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾱν», ΚΔ)
νεοελλ.
μτφ. α) είμαι βυθισμένος σε κάτι (α. «κολυμπώ στον ιδρώτα» β. «κολυμπώ σ' αυτά τα ρούχα, μού είναι πολύ φαρδιά»)
β) έχω κάτι σε μεγάλη ποσότητα («αυτοί κολυμπάνε στο χρήμα, τί ανάγκη έχουν;»)
μσν.
μέσ. κολυμπῶμαι
καλύπτομαι από νερό
αρχ.
καταδύομαι, βουτώ («εἰς τὰ φρέατα κολυμβῶσι θαρραλέως», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλυμβος. Η αρχική σημ. ήταν καταδύομαι και εξελίχθηκε σε «επιπλέω και μετακινούμαι στο νερό».
ΠΑΡ. κολυμβήθρα, κολύμβησις, κολυμβητής
αρχ.
κολυμβητήρ
νεοελλ.
κολύμπημα, κολυμπητός, κολύμπι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ανακολυμβώ, αποκολυμβώ, διακολυμβώ, εισκολυμβώ, εξανακολυμβώ, κατακολυμβώ, παρακολυμβώ, συγκολυμβώ, συνεκκολυμβώ, υποκολυμβώ].