νηπιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(6_7)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηπιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς νήπιον, [[παιδαριώδης]], Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, σ. 226D, κλ.
|lstext='''νηπιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς νήπιον, [[παιδαριώδης]], Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, σ. 226D, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[νηπιώδης]], -ῶδες) [[νήπιος]]<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε [[νήπιο]], [[παιδιάστικος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[νήπιο]], παιδιαριώδης, [[ανόητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που βρίσκεται στα [[πρώτα]] του βήματα ή αυτός που δεν έχει προοδεύσει [[ακόμη]], [[καθυστερημένος]] («[[νηπιώδης]] [[βιομηχανία]]»)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που διακρίνεται για τη νηπιακή [[αθωότητα]] και αφέλειά του, [[αφελής]], [[ανόητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[νηπιωδῶς]] (ΑΜ)<br />με νηπιώδη τρόπο.
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νηπιώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς νήπιον, παιδαριώδης, Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, σ. 226D, κλ.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ νηπιώδης, -ῶδες) νήπιος
1. αυτός που αρμόζει σε νήπιο, παιδιάστικος
2. αυτός που μοιάζει με νήπιο, παιδιαριώδης, ανόητος
νεοελλ.
μτφ. αυτός που βρίσκεται στα πρώτα του βήματα ή αυτός που δεν έχει προοδεύσει ακόμη, καθυστερημένοςνηπιώδης βιομηχανία»)
μσν.
αυτός που διακρίνεται για τη νηπιακή αθωότητα και αφέλειά του, αφελής, ανόητος.
επίρρ...
νηπιωδῶς (ΑΜ)
με νηπιώδη τρόπο.