βιομηχανία

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

German (Pape)

[Seite 445] ἡ, Betriebsamkeit im Verschaffen des Lebensunterhaltes, Antipho bei Poll. 7, 189.

Greek (Liddell-Scott)

βιομηχανία: ἡ, ἐπιμέλεια, δραστηριότης ἐν τῷ πορίζεσθαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν, Ἀντιφῶν παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 189.

Greek Monolingual

η (Α βιομηχανία) βιομήχανος
κλάδος παραγωγής με αντικείμενο τον μετασχηματισμό των πρώτων υλών και ημικατεργασμένων προϊόντων σε αγαθά κατανάλωσης
αρχ.
η δραστηριότητα για ν' αποκτήσει κανείς τα απαραίτητα για τη ζωή του.