βιομηχανία
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
German (Pape)
[Seite 445] ἡ, Betriebsamkeit im Verschaffen des Lebensunterhaltes, Antipho bei Poll. 7, 189.
Greek (Liddell-Scott)
βιομηχανία: ἡ, ἐπιμέλεια, δραστηριότης ἐν τῷ πορίζεσθαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν, Ἀντιφῶν παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 189.
Greek Monolingual
η (Α βιομηχανία) βιομήχανος
κλάδος παραγωγής με αντικείμενο τον μετασχηματισμό των πρώτων υλών και ημικατεργασμένων προϊόντων σε αγαθά κατανάλωσης
αρχ.
η δραστηριότητα για ν' αποκτήσει κανείς τα απαραίτητα για τη ζωή του.