νοσουργός: Difference between revisions
From LSJ
(27) |
(No difference)
|
Revision as of 12:03, 29 September 2017
Greek Monolingual
νοσουργός, ὁ (Α)
δηλητηριώδης, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μουσ-ουργός].
(27) |
(No difference)
|
νοσουργός, ὁ (Α)
δηλητηριώδης, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μουσ-ουργός].