περικάκησις: Difference between revisions

32
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />découragement, désespoir.<br />'''Étymologie:''' [[περικακέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />découragement, désespoir.<br />'''Étymologie:''' [[περικακέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[περικακώ]]<br />πολύ [[μεγάλη]] [[δυστυχία]], [[συμφορά]], [[συσσώρευση]] δεινών, απελπιστική [[κατάσταση]].
}}
}}