περικάκησις

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικᾰκησις Medium diacritics: περικάκησις Low diacritics: περικάκησις Capitals: ΠΕΡΙΚΑΚΗΣΙΣ
Transliteration A: perikákēsis Transliteration B: perikakēsis Transliteration C: perikakisis Beta Code: perika/khsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, extreme ill-luck, Id.1.85.2, al.

German (Pape)

[Seite 578] ἡ, großes Unglück, Verzweiflung mitten im Unglück, Pol. 1, 85, 2. 15, 29, 10.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
découragement, désespoir.
Étymologie: περικακέω.

Russian (Dvoretsky)

περικάκησις: εως (κᾰ) ἡ великое несчастье, отчаянное положение Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

περικάκησις: -εως, ἡ, ἀπελπιστικὴ κατάστασις, Πολύβ. 1. 85. 2, κτλ.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α περικακώ
πολύ μεγάλη δυστυχία, συμφορά, συσσώρευση δεινών, απελπιστική κατάσταση.

Greek Monotonic

περικάκησις: -εως, ἡ, υπερβολική ατυχία, σε Πολύβ.

Middle Liddell

περικάκησις, εως,
extreme ill-luck, Polyb.