τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(29) |
(No difference)
|
ὀξύκερως, -ωτος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα («ὀξύκερως θήρ», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κέρας, κέρως (πρβλ. μονό-κερως)].