ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
ὀξύκερως, -ωτος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα («ὀξύκερως θήρ», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κέρας, κέρως (πρβλ. μονόκερως)].