πλάστρα: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
(6_21)
(32)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλάστρα''': τά, ἐνώτια, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 10, [[Πολυδ]]. Εϳ 97. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πλάστρα]]· ἐνώτια. καὶ θεῶν τύποι».
|lstext='''πλάστρα''': τά, ἐνώτια, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 10, [[Πολυδ]]. Εϳ 97. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[πλάστρα]]· ἐνώτια. καὶ θεῶν τύποι».
}}
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>βλ.</b> [[πλάστης]].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 626] τά, Ohrgehänge; Ar. bei Clem. Al.; Poll. 5, 97. 7, 96.

Greek (Liddell-Scott)

πλάστρα: τά, ἐνώτια, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 10, Πολυδ. Εϳ 97. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πλάστρα· ἐνώτια. καὶ θεῶν τύποι».

Greek Monolingual

η, Ν
βλ. πλάστης.