ξεδοντιάρης: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(27)
(No difference)

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Greek Monolingual

-α, -ικο, θηλ. και ξεδοντού
αυτός που δεν έχει καθόλου ή εν μέρει δόντια, φαφούτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεδοντιάζω + κατάλ. -άρης (πρβλ. αναστεν-άρης)].