ἀηδών
English (LSJ)
ἀηδόνος, ἡ (ὁ, v. infr.), (ἀείδω)
A songstress, i.e. the nightingale, Hes.Op.203, etc.; Πανδαρέου κούρη, χλωρηὶς ἀηδών, i.e. living in the greenwood, Od.19.518; χλωραύχην ἀ. Simon.73:—metaph., of a poet, B.3.98, cf. E.Fr.588 (lyr.), AP7.44 (Ion), Hermesian.7.49; also of the poet's song, τεαὶ ἀηδόνες thy strains, Call.Epigr.2.5; ζωούσας ἔλιπες γὰρ ἀηδόνας IG14.2012.
2 metaph., cicada, AP7.190 (Anyte).
II mouthpiece of a flute, E.Fr.556; the flute itself, ib.931.
2 metaph., of shuttle, AP6.174 (Antip. Sid.).—Masc., only Ion l.c.; Ἀττικὸς ἀνὴρ τὸν αἴγα λέγει ὥσπερ καὶ τὸν ἀηδόνα Eust.376.24.
Spanish (DGE)
-όνος, ἡ
• Alolema(s): tb. ὁ AP 7.44, Eust.376.24; ἀβηδών Hsch.; lesb. ἀήδων Sapph.136; contr. ἀδών Mosch.3.9
• Morfología: [sg. voc. ἀηδοῖ Ar.Au.679, gen. ἀηδοῦς S.Ai.629]
I ruiseñor, Od.19.518, Hes.Op.203, Alcm.10(a).6, Thgn.939, Simon.81, Democr.B 154, S.OC 672, E.Hel.1110, πολλοῖς δὲ καὶ τῶν ποιητῶν ἐν ἀηδόνος μνήμῃ Δαυλιὰς ἡ ὄρνις ἐπωνόμασται Th.2.29, Theoc.12.6, Ael.NA 3.40, Nonn.D.48.588
• prov. de los que padecen insomnio, οὐδ' ὅσον ἀηδόνες ὑπνώουσιν Sud.
• en plu. Ἀηδόνες = Los Ruiseñores tít. de una obra de Cántaro, Sud.s.u. Κάνθαρος.
II fig.
1 ruiseñor, poeta Κηία ἀ. = el ruiseñor de Ceos de Baquílides, B.3.98, de otros poetas AP 7.44, Hermesian.7.49, cf. IUrb.Rom.1342.1 (imper.), de un mal poeta ἀηδόνων ἠπίαλος fiebre de ruiseñores Phryn.Com.74, τὰν ... ἀηδόνα μουσᾶν E.Fr.588.
2 en plu. cantos, poemas Call.Epigr.2.5.
3 ἁρπυιόγουνοι ... ἀηδόνες = ruiseñores de patas de harpía, sirenas Lyc.653.
4 ἀ. ἐν ἐρίθοις = lanzadera, AP 6.174 (Antip.Sid.).
5 boquilla con lengüeta de la flauta, E.Fr.556
• flauta E.Fr.931.
• Etimología: Cf. ἀείδω.
German (Pape)
[Seite 44] όνος, auch wie von ἀηδώ gen. ἀηδοῦς Soph. Ai. 607, dat. ἀηδοῖ Ar. Av. 679, ἡ, die Nachtigall (ἀείδω, die Sängerin), Hom. einmal, Od. 19, 518 ὡς δ' ὅτε Πανδαρέου κοὐρη χλωρηὶς ἀηδών καλὸν ἀείδῃσιν ἔαρος νέον ἱσταμένοιο, δενδρέων ἐν πετάλοισι καθεζομένηπυκινοῖσιν; Hes. O. 201, Tragg. u. sonst. – Uebtr., Gedicht, Callim. 47 (VII, 80), ad. 519 (IX, 184); auch Dichterin, Hermesian.; sogar ὁ ἀηδών, Ep. ad. 535 (VII, 44). Die Heuschrecke, ἡ κατ' ἄρουραν ἀηδών Anyt. 14 (VII, 190); so auch das Webschiff, Ant. Sid. 22 (VI, 174). Bei Lycophr. 653 heißen so die Sirenen.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ) :
rossignol, oiseau.
Étymologie: ἀείδω.
Russian (Dvoretsky)
ἀηδών: όνος ἡ, редко ὁ
1 соловей Hom., Hes., Trag., Arst.;
2 певец (Μοισᾶν Eur.): ἡ κατ᾽ ἀρουραν ἀ. Anth. = ἀκρίς; ἀ. ἡ ἐν ἐρίθοις Anth. = κερκίς;
3 песня, стихотворение (Ἀλκμᾶνος ἀηδόνες Anth.);
4 свирель, флейта (λώτιναι ἀηδόνες Eur.).
Greek Monolingual
το, η [(AM ἀηδών, -όνος, η
Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)]
1. το γνωστό ωδικό πτηνό
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα) καλλίφωνος, εύγλωττος, γλαφυρός
2. ποικιλία αμπέλου
3. λίμα (στη γλώσσα τών λωποδυτών)
4. παιχνίδι σε ανοιχτό χώρο που συνοδεύεται από το τραγούδι «τ’ αηδόνι, τ’ αηδόνι, τ’ αηδόνι το παγώνι»
5. φρ. «μού κόστισε ο κούκος αηδόνι», πλήρωσα περισσότερο από όσο άξιζε, το ακριβοπλήρωσα
αρχ.
1. στόμιο πνευστού μουσικού οργάνου, όπως του αυλού κ.ά.
2. ο ίδιος ο αυλός
3. στον πληθ. αἱ ἀηδόνες
α) τραγούδια, ποιήματα
β) μουσικοί ήχοι, μελωδίες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. συνδέεται με την ΙΕ ρίζα awed- «μιλώ», της οποίας αποτελεί εκτεταμένη βαθμίδα: αFηδ(-ών). Στην ίδια ρίζα ανάγονται τα ἀυδ-ὴ «φωνή» (μηδενισμένη βαθμίδα ρ.), αFείδ-ω / ᾄδω (αόρ. β΄ αFει-δον), < α-Fε-Fδ-ον), ἀFοιδός, ὕδω / ὑδέω «τραγουδώ» κ.ά. Σύμφωνα με την ετυμολογία αυτή, το ἀηδ-ὼν διαφέρει από τα χελι-δών, τενθρ-ηδών κ.ά., που σχηματίζονται από επίθημα -(η)δών. Ο τ. ἀηδόνι < ἀηδό-νιον.
ΠΑΡ. αρχ. ἀηδονιδεύς, ἀηδόνιος, ἀηδονίς
νεοελλ.
αηδόνα, αηδονάκι, αηδονάτος, αηδονήσιος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αηδονολαλιά, αηδονόλαλος, αηδονολαλώ, αηδονόστομος, αηδονοφωλιά, αηδονόφωνος].
Greek (Liddell-Scott)
ἀηδών: -όνος, ἡ, (ἀείδω) ἡ ᾄδουσα, ἤτοι ἡ ἀηδών, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 201· παρ’ Ὁμ. περὶ τῆς θυγατρὸς τοῦ Πανδάρεω, μεταβληθείσης εἰς ἀηδόνα. Ὀδ. Τ. 518, ἔνθα ἡ περιγραφὴ (ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνὴν) σαφῶς δεικνύει τὴν ἀηδόνα, ἂν καὶ τὰ ἐπίθετα χλωρηῒς (Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.), χλωραύχην (Σιμων. 73), ὀλίγον ἁρμόζουσιν εἰς τὸ χρῶμα αὐτῆς· πρβλ. καὶ ξουθός, ποικιλόδειρος, καλεῖται δὲ καὶ λίγεια, λιγύφωνος, κτλ., διὰ τὴν φωνὴν αὐτῆς: ― Μουσῶν ἀηδόνες, περίφρασις ἀντὶ ποιηταί, Βαλκ. Εὐρ. Φοίν. 321· τεαὶ ἀηδόνες, = τὰ ᾄσματά σου, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 47· ζωούσας ἔλιπες γὰρ ἀηδόνας = ᾄσματα. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 618 α. 9. 2) τὸ στόμιον τοῦ αὐλοῦ, Εὐρ. Ἀποσπ. 560· οὕτω καὶ περὶ αὐτοῦ τοῦ αὐλοῦ, ὁ αὐτ. 923. ― Τὸ ἀρσ. εἶναι γνωστὸν μόνον ἐκ τῆς Ἀνθ. Π. 7. 44, Εὐστ. 376. 24, (Ἀττικὸς ἀνὴρ τὸν αἶγα λέγει ὥσπερ καὶ τὸν ἀηδόνα).
English (Autenrieth)
(ἀϝείδω, the ‘songstress,’ κατ' ἐξοχήν): nightingale. In the Homeric legend the daughter of Pandareus, wife of Zethus of Thebes, mother of Itylus, whom she slew by mistake, Od. 19.518† ff. See Ἴτυλος.
Greek Monotonic
ἀηδών: -όνος, ἡ (ἀείδω), τραγουδίστρια, αοιδός, ποιήτρια, δηλ. το ίδιο το αηδόνι, σε Ησίοδ. κ.λπ.· λέγεται για την κόρη του Πανδάρεω, που μεταμορφώθηκε σε αηδόνι, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
-όνος
Grammatical information: f. (m.)
Meaning: nightingale (Od.)
Other forms: also ἀηδώ, -οῦς f. (S.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably] [6]
Etymology: From *ἀϜηδών (cf. ἀβηδόνα ἀηδόνα H.). - Connection with ἀείδω and αὑδή is only possible as *h₂u-eh₁-d- beside *h₂u-ei-d-, *h₂u-ed-, but a lengthened grade is improbable. The word could well be Pre-Greek; cf. bird and animals names like χελι-δών, τενθρ-ηδών. Note the form in -ώ.
Middle Liddell
the songstress, i. e. the nightingale, Hes., etc.; of the daughter of Pandareus, who was changed into a nightingale, Hom.
Frisk Etymology German
ἀηδών: -όνος
{aēdṓn}
Forms: auch ἀηδώ, -οῦς f. (S. und Ar. in lyr.), aus *ἀϝηδών (ἀβηδόνα· ἀηδόνα H.).
Grammar: f. (m.)
Meaning: Nachtigall (seit Od.),
Derivative: Ableitungen: ἀηδονίς f. (E. usw.), ἀηδονιδεύς m. (Theok. 15, 121 nach Valckenaer für ἀηδονιεύς), ἀηδόνιος (A., Ar.).
Etymology: Zu ἀείδω, αὐδή; die näheren Beziehungen sind nicht festzustellen. Ansprechend ist der Vorschlag Solmsens Unt. 238, 266, ἀϝηδών als Dehnstufe der in αὐδή durch Schwundstufe vertretenen Wurzel (a)u̯ed- zu betrachten. Dann wäre ἀηδών von χελιδών, τενθρηδών usw. morphologisch zu trennen. Anders Specht, s. ἀείδω.
Page 1,26
Mantoulidis Etymological
(=τό ἀηδόνι), ἀπό το ἀείδω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ἄιδω.
Lexicon Thucydideum
luscinia, nightingale, 2.29.3.
Translations
nightingale
Albanian: bilbil; Arabic: عَنْدَلِيب, بلبل; Egyptian Arabic: بلبل; Gulf Arabic: بلبل; Aramaic Classical Syriac: ܥܢܕܐ, ܐܗܕܘܢ; Armenian: սոխակ; Asturian: ruiseñor, reiseñor, rosiñor; Azerbaijani: bülbül; Baluchi: بلبل; Bashkir: һандуғас, былбыл; Basque: urretxindor; Belarusian: салавей; Breton: eostig; Bulgarian: славей; Burmese: ညတေးသီငှက်; Catalan: rossinyol; Central Atlas Tamazight: ⴰⵙⵓⴷⴷⵔ; Chechen: цӏир-цӏир; Chinese Mandarin: 夜鶯/夜莺; Chuvash: шӑпчӑк; Crimean Tatar: bülbül; Czech: slavík; Danish: sydlig nattergal; Dutch: nachtegaal; Esperanto: najtingalo; Estonian: ööbik,; Faroese: suðurnáttargali; Finnish: etelänsatakieli; French: rossignol philomèle, rossignol; Old French: russignol; Friulian: rusignűl, usignűl; Galician: reiseñor, rousinol; Georgian: ბულბული; German: Nachtigall; Greek: αηδόνι, μπιρμπίλι; Ancient Greek: ἀηδών; Gujarati: બુલબુલ; Hebrew: זָמִיר; Hindi: बुलबुल, अंदलीब, हजारदास्ताँ; Hungarian: csalogány, fülemüle; Icelandic: næturgali; Ido: naktigalo; Indonesian: bulbul; Ingrian: sisava; Irish: filiméala; Italian: usignolo; Japanese: サヨナキドリ; Kazakh: бұлбұл; Komi-Zyrian: колипкай; Korean: 나이팅게일; Kumyk: бюлбюл; Kurdish Northern Kurdish: bilbil; Kyrgyz: булбул; Ladin: roscignol; Lao: ນົກໂລຊີໂຍນ; Latgalian: laksteigola; Latin: luscinia; Latvian: lakstīgala; Lezgi: билбил; Ligurian: roscigneu; Lithuanian: lakštingala; Low German: Nachtegall; Luxembourgish: Nuechtegailchen; Macedonian: славеј, биљбиљ; Malay: bulbul; Maltese: rożinjol, rużinjol; Mari Eastern Mari: шӱшпык; Western Mari: шӹжвӹк; Mingrelian: მაფშალია; Moksha: цёфкс; Mongolian: гургалдай; Norman: rossîngno; Norwegian Bokmål: sørnattergal; Nynorsk: sørnattergal; Occitan: rossinhòl; Old English: nihtegale; Ottoman Turkish: بلبل, عندلیب; Persian: بلبل, هزاردستان, شباهنگ; Polish: słowik rdzawy, słowik; Portuguese: rouxinol; Romani: chiriklo-ratiako, chirikli-ratiaki; Romanian: privighetoare; Romansch: luschaina; Russian: соловей; Sami Northern Sami: lulličuohtegielaš; Sardinian: arrissiuolu, arrassanajolu, passirillanti; Scottish Gaelic: spideag, beul-binn; Serbo-Croatian Cyrillic: ма̑лӣ сла̀вӯј, сла̀вӯј; Roman: mȃlī slàvūj, slàvūj; Slovak: slávik; Slovene: slavec; Sorbian Lower Sorbian: syłojk, syłojik, syłojašk; Upper Sorbian: sołobik; Spanish: ruiseñor; Svan: მჷლე̄თილ, ხა̈ლიდ; Swedish: sydnäktergal; Tagalog: ruwisenyor; Tajik: булбул, андалеб; Tatar: былбыл, сандугач; Thai: นกไนติงเกล; Turkish: bülbül; Turkmen: bilbil; Udmurt: уӵы; Ukrainian: соловейко, соловей; Urdu: بلبل; Uyghur: بۇلبۇل; Uzbek: bulbul; Vietnamese: dạ oanh; Volapük: galit; Welsh: eos, eosiaid; West Frisian: geal; Yiddish: סאָלאָוויי; Zazaki: bılbıl
poet
Afrikaans: digter; Albanian: poet; Amharic: ገጣሚ; Arabic: شَاعِر, شَاعِرَة; Egyptian Arabic: شاعر; Armenian: պոետ, բանաստեղծ; Asturian: poeta; Azerbaijani: şair; Baluchi: شاہر, شاعر; Bashkir: шағир, шағирә; Basque: olerkari, poeta; Bavarian: Schriftstölarin; Belarusian: паэ́т, паэтэ́са, паэ́тка; Bengali: কবি, শায়ের; Bulgarian: поет, поетеса; Burmese: စာဆို, ကဝိ; Catalan: poeta; Chinese Cantonese: 詩人, 诗人; Dungan: сыжын; Mandarin: 詩人, 诗人; Min Nan: 詩人, 诗人; Czech: básník, básnířka, poeta, poetka; Danish: digter; Dutch: dichter, poëet; Esperanto: poeto; Estonian: luuletaja; Extremaduran: pueta; Faroese: yrkjari, skald, rímari; Finnish: runoilija; French: poète; Galician: poeta; Georgian: პოეტი; German: Dichter, Dichterin; Poet, Poetin; Greek: ποιητής, ποιήτρια; Ancient Greek: ἀηδών, ἀοιδοθέτης, ἀοιδοπόλος, ποιητής, ποιήτρια, ποιητογράφος; Gujarati: કવિ; Hebrew: פַּיטָן \ פייטן, מְשׁוֹרֵר; Hindi: कवि, कवयित्री, शायर, शायरा; Hungarian: költő, poéta; Icelandic: skáld, ljóðskáld; Ido: poeto; Ilocano: mannaniw; Indonesian: penyair, pujangga; Irish: file, bard; Italian: poeta, poetessa; Japanese: 詩人; Kannada: ಕವಿ; Kazakh: ақын; Khmer: កវី; Korean: 시인(詩人); Kurdish Central Kurdish: بوێژ; Northern Kurdish: helbestvan, şaîr; Kyrgyz: акын; Lao: ກະວີ; Latgalian: poets, ailinīks; Latin: poeta; Latvian: dzejnieks, dzejniece; Lithuanian: poetas, poetė, poeta; Macedonian: поет; Malay: penyair; Malayalam: കവി; Maltese: poeta, poetessa; Marathi: कवि, कवयित्री; Mongolian Cyrillic: шүлэгч; Mongolian: ᠰᠢᠯᠦᠭᠴᠢ; Nepali: कवि; Norman: poète; Norwegian Bokmål: poet, dikter; Nynorak: poet, diktar; Occitan: poèta, poetessa; Old English: sċop; Oriya: କବି; Ossetian: поэт; Pali: kavi; Pashto: شاعر; Persian: شاعر, شاعره; Polish: poeta, poetka; Portuguese: poeta, poetisa; Punjabi: ਕਵੀ; Romanian: poet, poetă; Russian: поэт, поэтесса; Rusyn: поет; Samogitian: puoets, puoetė; Sanskrit: कवि, काव्यम्; Scottish Gaelic: bàrd; Serbo-Croatian Cyrillic: пе̏снӣк, пје̏снӣк, пе̏сникиња, пје̏сникиња; Roman: pȅsnīk, pjȅsnīk, pȅsnikinja, pjȅsnikinja; Sicilian: pueta; Sinhalese: කවියා; Slovak: básnik, básnička, poeta, poetka; Slovene: pesnik; Sorbian Upper Sorbian: basnik; Spanish: poeta, poetisa; Swahili: mshairi; Swedish: poet; Tagalog: makata, manunula; Tajik: шоир, шеърнавис, нозим, шоира; Tamil: கவிஞர்; Tatar: шагыйрь; Telugu: కవి, కవయిత్రి; Thai: กวี; Tibetan: སྙན་ངག་མཁན; Tigrinya: ገጣሚ; Turkish: şair, ozan; Turkmen: şahyr, kyssachy; Ukrainian: поет, поетеса, поетка; Urdu: شاعر, شاعرہ; Uyghur: شائىر; Uzbek: shoir; Vietnamese: thi sĩ, nhà thơ; Volapük: poedan, hipoedan, jipoedan; Welsh: bardd; Yiddish: דיכטער, פּאָעט