ὀγκόφωνος: Difference between revisions

28
(6_16)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀγκόφωνος''': -ον, = [[βαρύφθογγος]], Σχόλ. Βικτ. εἰς Ἰλ. Σ. 219.
|lstext='''ὀγκόφωνος''': -ον, = [[βαρύφθογγος]], Σχόλ. Βικτ. εἰς Ἰλ. Σ. 219.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀγκόφωνος]], -ον (Α)<br />(για τη [[σάλπιγγα]]) αυτός που έχει βαθύ τόνο, βαθύφθογγος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄγκος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> <i>υψί</i>-<i>φωνος</i>].
}}
}}