ὀγκόφωνος

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγκόφωνος Medium diacritics: ὀγκόφωνος Low diacritics: ογκόφωνος Capitals: ΟΓΚΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: onkóphōnos Transliteration B: onkophōnos Transliteration C: ogkofonos Beta Code: o)gko/fwnos

English (LSJ)

ὀγκόφωνον, hollow-toned, of a trumpet, Sch.T Il.18.219.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκόφωνος: -ον, = βαρύφθογγος, Σχόλ. Βικτ. εἰς Ἰλ. Σ. 219.

Greek Monolingual

ὀγκόφωνος, -ον (Α)
(για τη σάλπιγγα) αυτός που έχει βαθύ τόνο, βαθύφθογγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψίφωνος].