ολιγοβαρής: Difference between revisions
From LSJ
(28) |
(No difference)
|
Revision as of 12:08, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ές (Μ ολιγοβαρής, -ές)
αυτός που έχει λίγο βάρος, ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής].