δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
P. and V. ἐσθής, ἡ, ἐσθήματα, τά, σκευή, ἡ, στολή, ἡ (Plato), V. εἷμα, τό, στολμός. ὁ, στόλισμα, τό, ἀμφίεσμα, τό, ἀμφιβλήματα, τά, Ar. and V. πέπλος. ὁ, πέπλωμα, τό.
garment of: V. ἔνδυτον, τό (gen.).