ομοστιχώ: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(28)
(No difference)

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Greek Monolingual

ὁμοστιχῶ, -άω (Α)
βαδίζω μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι, συμβαδίζω στην ίδια σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + στιχῶμαι (< θ. στιχ- του στείχω), πρβλ. περι-στιχώ].