ομοστιχώ: Difference between revisions
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(28) |
(No difference)
|
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
(28) |
(No difference)
|
ὁμοστιχῶ, -άω (Α)
βαδίζω μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι, συμβαδίζω στην ίδια σειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + στιχῶμαι (< θ. στιχ- του στείχω), πρβλ. περι-στιχώ].