temperance
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. τὸ μέτριον, τὸ σῶφρον, τὸ σωφρονεῖν, P. μετριότης, ἡ, Ar. and P. σωφροσύνη, ἡ.
self-control: P. ἐγκράτεια, ἡ.