ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(29) |
(No difference)
|
ονειρόφαντος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, σε όνειρο
2. αυτός που είναι όμοιος με όνειρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + -φαντος (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. δημό-φαντος].