ὄνειρος
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
English (LSJ)
ὁ, or ὄνειρον, τό, the masc. form freq. in Hom., also in Pi.P.4.163, Hdt.1.34,7.16.β', E.IT569: acc. pl. ὀνείρους Perdrizet-Lefèbvre
A Les graffites grecs du Memnonion d'Abydos No.528: the neut. in Od.4.841, Hdt.7.14,15, A.Ch.541, 550, S.El.1390 (lyr.), E.HF517; and in prov., τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοί = my own dream to me, you are telling me what I know already, Call.Epigr.34, Cic.Att.6.9.3 (cf. ὄναρ 1.1, ὄνειαρ II): the forms ὀνείρου, ὀνείρῳ, ὀνείρων, ὀνείροις leave the gender doubtful: pl. ὄνειρα E. HF518, AP9.234 (Crin.); but the form ὀνείρατα (as if from ὄνειραρ, EM47.53) is more freq. in nom. and acc., Od.20.87, etc.: also gen. ὀνειράτων Hdt.1.120, A.Pr.485, al., S.El.481 (lyr.): dat. -ασι A.Pr. 655, Pers.176, S.OT981, E.Alc.354: gen. sg. -ατος Pl.Tht.201d; dat. sg. ἐν τὠνείρατι = in the dream A.Ch.531:—dream, Il.2.80, al.; ὄνειρον ὑποκρίνεσθαι = interpret a dream, v. ὑποκρίνω B. 1.2; θέρμετε δ' ὕδωρ, ὡς ἂν θεῖον ὄ. ἀποκλύσω Ar.Ra.1340.
2 as pr. n. dream personified, Il.2.6 sqq.: also in plural, δῆμος ὀνείρων Od.24.12, cf. Hes.Th.212.
3 in similes or metaphors, of anything unreal or fleeting, σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀ. Od.11.207, cf. 222; τοῦ ποτε μεμνήσεσθαι ὀΐομαι ἔν περ ὀνείρῳ = if only in a dream, 19.581; σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται = faint and shadowy traces remain, small vestiges remain Pl.Lg. 695c; ὄνειρα ἀφένοιο = dreams of wealth, APl.c. (Cf. ὄνοιρος.)
German (Pape)
[Seite 346] ὁ (ὄναρ, ὀνείρατα, vgl. ἐνύπνιον), der Traum, der schon zu Homers Zeiten als von den Göttern gesendet und die Zukunft andeutend betrachtet wird, Il. 1, 63; Zeus' Bote, 2, 26, an welcher Stelle der Traumgott selbst eingeführt ist; θεῖός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος, Od. 14, 495, öfter, vgl. bes. 21, 79; ἐξ ὀνείρου αὐτίκα ἦν ὕπαρ, Pind. Ol. 13, 64; εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην, Aesch. Ag. 13, was auch zu ὄνειρον gezogen werden kann, welche Form er sonst braucht; ψευδεῖς ὄνειροι, Eur. I. T. 569; παῦσε νυχίους ὀνείρους, 1277; Ar. Ran. 1328; auch Her. 7, 16, 2, der sonst das neutr. hat, vgl. 7, 15. 17; ἐν ὀνείροις, Plat. Legg. X, 910; – δρᾶν ὀνείρους, Träume haben, Schol. Il. 1, 63. – Bes. wird damit das Nichtige, schnell Vergängliche bezeichnet, wie schon Hom. sagt σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ ἔπτατο, Od. 11, 207, vgl. 222.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
songe, rêve ; fig. rêverie, vaine chimère.
Étymologie: cf. ὄναρ.
Russian (Dvoretsky)
ὄνειρος: ὁ
1 сновидение Hom., Her., Plat., Trag. etc.;
2 пустой сон, призрак (σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὄνειρος: ὁ, ἢ ὄνειρον, τό, ὁ ἀρσεν. τύπος συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ παρ’ Ἡροδ. 1. 34., 7. 16, 2, Πινδ. Π. 4. 289, Εὐρ. Ι. Τ. 569, 1277· ὁ δὲ οὐδέτ. ἐν Ὀδ. Δ. 841, Ἡρόδ. 7. 14, 15, Αἰσχύλ. Χο. 511, 550, Σοφοκλέους Ἠλ. 1390, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 517· ἀλλαχοῦ οἱ τύπο ὀνείρου, -ῳ, -ων, -οις ἀφίνουσι τὸ γένος ἀμφίβολον· πληθ. ὄνειρα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 518, Ἀνθ. Π. 9. 234 ἀλλ’ ὁ κατὰ μεταπλ. τύπος ὀνείρατα (ὡς ἐξ ὀνομ. ὄνειραρ, Ἐτυμ. Μέγ. 47. 53) ἦτο κοινότερος κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ., Ὀδ. Υ. 87, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· οὕτω, γεν. ὀνειράτων Ἡρόδ. 1. 120, Αἰσχύλ. Πρ. 485, κ. ἀλλ., Σοφ. Ἠλ. 481· δοτ. -ασι Αἰσχύλ. Πρ. 655. Πέρσ. 176, Σοφ., Εὐρ.· οὕτως ἐνίοτε ἐν τῷ ἑνικῷ, γεν. ὀνείρατος Πλάτ. Θεαίτ. 201D, Πολιτ. 278Ε, Νόμ. 969D· δοτ. τὠνείρατι Αἰσχύλ. Χο. 531· (ὄναρ). Ὄνειρον πεμπόμενον ὑπὸ τοῦ Διός, Ἰλ. Α. 63· ὅθεν καλεῖται ἄγγελος τοῦ Διός, Β. 26· ὄνειρον ὑποκρίνεσθαι, ἴδε ὑποκρίνω Β. 1. 2· - μετὰ τὸ ὄνειρον ἐξηγνίζοντο διὰ λούσεως, θέρμετε δ’ ὕδωρ, ὡς ἂν θεῖον ὄνειρον ἀποκλύσω Ἀριστοφ. Βάτρ. 1340, πρβλ. Ἑρμηνευτὰς εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 201· - ὀνείρατα, οἱ καθ’ ὕπνους στοχασμοὶ τοῦ ἀνθρώπου, Πλάτ. Θεαίτ. 158C.
2) ὡς κύριον ὄνομα Ὄνειρος, ὁ θεὸς τῶν ὀνείρων, Ἰλ. Β. 6 κἑξ.· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ὀδ. Ω. 12· οὕτω καὶ Ἡσ. Θ. 212, ἔνθα οἱ ὄνειροι εἶναι τέκνα τῆς νυκτὸς ἄνευ πατρός. 3) παροιμ. ἐπὶ πράγματος ἀσταθοῦς καὶ οὐχὶ πραγματικοῦ, σκιῇ εἴκελον ἢ καὶ ὀνείρῳ Ὀδ. Λ. 207, πρβλ. 222· τοῦ ποτὲ με μνήσεσθαι ὀΐομαι ἔν περ ὀνείρῳ, τοὐλάχιστον κατ’ ὄναρ, Τ. 581· ὧν ... σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται, ἴχνη ἀμυδρὰ καὶ σκιώδη, Πλάτ. Νόμ. 695C ὄνειρα ἀφένοιο, ὄν. πλούτου, Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. πρβλ. ὕπαρ Ι. Περὶ τῆς διαφόρου ἐννοίας τῆς λέξεως ἐνύπνιον ἴδε ἐν λέξει.
English (Autenrieth)
pl. ὄνειροι and ὀνείρατα: dream; personified, Il. 2.6, Il. 16.22; as a people dwelling hard by the way to the nether world, Od. 24.12; a dreamallegory, Od. 19.562, cf. Od. 4.809†.
English (Slater)
ὄνειρος (-ος, -ου, -οις.) dream ἐξ ὀνείρου δ' αὐτίκα ἦν ὕπαρ (O. 13.66) “ταῦτά μοι θαυμαστὸς ὄνειρος ἰὼν φωνεῖ” (P. 4.163) ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν sc. the soul fr. 131b. 3.
Spanish
sueño, visión que se tiene mientras se duerme
Greek Monotonic
ὄνειρος: ὁ ή ὄνειρον, τό,
1. πληθ. ὄνειρα, αλλά ο μεταπλ. τύπος ὀνείρατα (όπως αν προερχόταν από το ὄνειραρ) ήταν πιο συνηθισμένος σε ονομστ. και αιτ.· ομοίως, γεν. ὀνειράτων, δοτ. -ασι· επίσης στον ενικ., γεν. ὀνείρατος, δοτ. ὀνείρατι (ὄναρ)· όνειρο, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. ως κύριο όνομα, Ὄνειρος, ο θεός των ονείρων, στον ίδ., Ησίοδ.· πρβλ. ἐνύπνιον.
Middle Liddell
ὄνειρος, ὁ, [pl. ὄνειρα, but the metaph. form ὀνείρατα as if from ὄνειραρ was more common in nom. and acc.; so, gen. ὀνειράτων, dat. -ασι; also in sg., gen ὀνείρατος, dat. ὀνείρατι] ὄναρ
1. a dream, Hom., etc.
2. as prop. n. Ὄνειρος, god of dreams, Hom., Hes.; cf. ἐνύπνιον.
Léxico de magia
ὁ tb. gen. ὀνειράτων sueño, visión que se tiene mientras se duerme καὶ πάντως σοι παρασταθήσεται διὰ νυκτὸς δι' ὀνείρων y estará por completo junto a ti a través de sueños durante la noche P IV 2053 P VII 407 ἔστι δὲ τοι ... χρησμῳδεῖν π<ει>στικὰ διὰ νυκτὸς ἀληθῆ διηγουμένῳ <διὰ> μαντικῆς ὀνειράτων te es posible pronunciar persuasivos oráculos en la noche, expresando verdades por medio de la profecía a través de sueños (ref. a Apolo) P VI 48 φυλάξατε τὸν δεῖνα, ὃν δεῖνα, ἀπὸ πάσης ἐπηρείας ὀνείρου τε φρικτοῦ guardad a fulano, hijo de mengano, de toda ofensa y sueño aterrador P VII 312 ποιεῖ γὰρ πρὸς ... φόβους καὶ φαντασμοὺς ὀνείρων pues actúa contra miedos y visiones de los sueños P X 26 ὀνείρου αἴτησις petición de sueños P XII 144 ὄνειρον ἰδεῖν ἀληθινόν para ver un sueño veraz SM 79 12 como advoc. de Hermes μοιρῶν προγνώστης σὺ λέγῃ καὶ θεῖος Ὄνειρος se te llama conocedor con antelación del destino y divino Sueño P V 411 P VII 675 P XVIIb 10
Translations
dream
Adyghe: пщӏыхьапӏэ; Afrikaans: droom; Aguaruna: kaha; Albanian: ëndërr; Arabic: حُلْم, رُؤْيَا, مَنام; Egyptian Arabic: حلم; Hijazi Arabic: حلم; Aramaic Classical Syriac: ܚܠܡܐ; Armenian: երազ, անուրջ; Assamese: সপোন; Asturian: suañu; Avar: макьу; Azerbaijani: röya, yuxu; Baluchi: واب; Bashkir: төш; Basque: amets; Bavarian: Draam; Belarusian: сон; Bengali: স্বপ্ন, খোয়াব; Bikol Central: pangiturog; Breton: hunvre; Buginese: nipi; Bulgarian: сън; Burmese: အိပ်မက်; Catalan: somni; Cebuano: damgo; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⵡⴰⵔⴳⵉⵜ; Chechen: гӏан; Chepang: माङः; Cherokee: ᎠᏍᎩᏘᏍᏗ; Chinese Cantonese: 夢/梦; Mandarin: 夢/梦; Classical Nahuatl: temictli; Czech: sen; Danish: drøm; Dongxiang: zhaojin; Drung: mlvng; Dutch: droom; Esperanto: sonĝo; Estonian: unenägu; Even: толкун; Evenki: толкин; Faroese: dreymur; Finnish: uni; French: rêve, songe; Friulian: sium, insium; Galician: soño; Garo: জুমাং; Georgian: სიზმარი; German: Traum; Greek: όνειρο, ενύπνιο; Ancient Greek: ὄναρ, ὄνειραρ, ὄνειρον, ὄνειρος, ἐνύπνιον; Guaraní: ke; Gujarati: સ્વપ્ન; Haitian Creole: rèv; Hawaiian: moeʻuhane, moe; Hebrew: חֲלוֹם; Higaonon: damugo; Hiligaynon: damgo; Hindi: सपना; Hungarian: álom; Hunsrik: Draum; Icelandic: draumur; Ido: sonjo; Indonesian: mimpi; Ingrian: uni; Irish: brionglóid, taibhreamh; Istriot: sugno; Italian: sogno; Jamaican Creole: jriim; Japanese: 夢; Kabardian: пщӏыхь; Kabyle: targit; Kannada: ಕನಸು, ಸ್ವಪ್ನ; Kapampangan: pananinap; Kazakh: түс; Khmer: សប្តិ, ការយល់សប្តិ, សុបិន, មមាល; Kikuyu: kĩroto; Komi-Permyak: он; Komi-Zyrian: ун; Korean: 꿈; Kurdish Central Kurdish: خەو, خەون; Northern Kurdish: xewn; Kyrgyz: түш; Lao: ຝັນ; Latgalian: sapyns; Latin: somnium, nox; Latvian: sapnis; Lithuanian: sãpnas; Lombard: sogn; Luganda: ekilooto; Lutshootseed: sqəlalitut; Luxembourgish: Dram; Macedonian: сон; Makasar: cini; Malay: mimpi; Malayalam: സ്വപ്നം; Maltese: ħolma; Manchu: ᡨᠣᠯᡤᡳᠨ; Mansi: ӯлем; Maori: moemoeā, tahakura, maruāpō, marupō; Marathi: स्वप्न; Mari Eastern Mari: омо; Middle English: drem, sweven; Middle French: resve; Middle Korean: ᄭᅮᆷ〮; Mirandese: suonho; Mizo: mang; Mongolian: зүүд; Mwani: nloto; Nanai: толкин; Navajo: naʼiidzeeł; Nepali: सपना; North Frisian: Droom; Norwegian Bokmål: drøm; Nynorsk: draum; Occitan: sòmi; Okinawan: 夢; Old Church Slavonic Cyrillic: сънъ; Old English: swefn; Old Japanese: 夢; Old Javanese: ipi; Old Norse: draumr; Old Saxon: drom; Oriya: ସ୍ୱପ୍ନ; Oromo: abjuu; Osage: hǫ́bre; Ossetian: фын; Pali: supina; Pela: ja̠p⁵⁵ maʔ⁵⁵; Persian: خواب, رویا; Piedmontese: seugn; Plautdietsch: Droom; Polish: sen, sny; Portuguese: sonho; Romani: suno; Romanian: vis; Romansch: siemi, semi, sömmi; Russian: сон, сновидение, грёза; Sanskrit: स्वप्न; Sardinian: bisu; Scottish Gaelic: bruadar; Serbo-Croatian Cyrillic: сан; Roman: san, snovidjenje; Shona: chiroto; Sicilian: sonnu; Sinhalese: ස්වප්න; Slovak: sen; Slovene: sanje; Sorbian Lower Sorbian: cowanje; Upper Sorbian: són; Spanish: sueño, ensueño; Swahili: ndoto; Swedish: dröm; Tagalog: panaginip; Tajik: хоб; Tamil: கனவு; Tarifit: tarjit, tirja; Tashelhit: tawargit; Tatar: төш; Telugu: కల, స్వప్నము; Thai: ฝัน; Tibetan: རྨི་ལམ, གཉིད་ལམ; Turkish: rüya, düş; Turkmen: düýş; Tuvan: дүш; Udmurt: ум; Ukrainian: сон, сновиді́ння; Urdu: خواب, سَپْنا; Uyghur: چۈش; Uzbek: tush; Venetian: insonio, insogno; Vietnamese: giấc mơ; Waray-Waray: i-nop; Welsh: breuddwyd; West Frisian: dream; White Hmong: npau, npau suav; Yagnobi: хун; Yiddish: חלום; Zulu: iphupho