ὀνοματώδης: Difference between revisions

29
(6_7)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνομᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὄνομα]], [[λόγος]] [[ὀνοματώδης]], ὁρισμὸς [[ὀνοματικός]], Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 10, 2.
|lstext='''ὀνομᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὄνομα]], [[λόγος]] [[ὀνοματώδης]], ὁρισμὸς [[ὀνοματικός]], Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 10, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[ὀνοματώδης]], -ῶδες) [[όνομα]]<br /><b>1.</b> ο [[κατά]] το [[είδος]], [[κατά]] τη [[μορφή]] του ονόματος, της λέξης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ὀνοματώδης]] [[ὁρισμός]]» — [[ορισμός]] που απορρέει από την ετυμολογική μόνον υφή της λέξης, [[επομένως]] [[ατελής]], [[διότι]] δεν περιέχει το ουσιώδες [[περιεχόμενο]] της αντίστοιχης έννοιας, λ.χ. [[μεγαλοψυχία]] σημαίνει το να έχει [[κανείς]] [[μεγάλη]] [[ψυχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] όμοιος με όνομα, [[ονοματικός]].
}}
}}