οπισθίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(29)
(No difference)

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Greek Monolingual

ὀπισθίδιος, -ία, -ον (Α)
οπίσθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπισθεν + επίθημα -ίδιος (πρβλ. νοσφ-ίδιος)].