ίδιος
τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda
Greek Monolingual
(I)
-ία, -ον (ΑΜ ἴδιος, -ία, -ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος)
1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.)
2. ιδιαίτερος (α. «κάθε παιδί είχε ίδια περιουσία» β. «ὁ βάτραχος ἰδίαν ἔχει τὴν γλῶτταν», Αριστοτ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το ίδιον
καθετί που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα κάποιου, που αρμόζει στη φύση του («ίδιον του αλαζόνα είναι η επιδεικτικότητα»)
4. φρ. «κατ' ιδίαν» — ιδιαιτέρως
νεοελλ.
φρ. «ἐξ ἰδίων κρίνω τὰ ἀλλότρια»
α) κρίνω τους άλλους με τα δικά μου μέτρα και σταθμά
β) εξομοιώνω τους άλλους με τον εαυτό μου, φαντάζομαι ότι οι άλλοι έχουν τα ίδια ελαττώματα ή κίνητρα με μένα
μσν.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἴδιος
οικείος, σύντροφος, φίλος («τινὲς ἀπὸ τοὺς ἴδιους του καὶ συμβουλάτορές του», Χρον. Moρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἴδιον
κτήμα, ιδιοκτησία
3. φρ. «στέκω στο ίδιο» — παραμένω σταθερός στη δική μου άποψη ἡ στη δική μου απόφαση
αρχ.
1. ο ιδιωτικός σε αντιδιαστολή προς τον δημόσιο («ἰδίῳ στόλῳ εἴτε δημοσίῳ χρησόμενοι», Ηρόδ.)
2. παράδοξος, ασυνήθιστος («ἰδίοισι ὑμενέοισι κοὐχὶ σώφροσιν», Ευρ.)
3. εξαιρετικός, έξοχος («περιττὀν καὶ ἴδιον γένος», Αριστοφ.)
4. ειδικός, κατάλληλος («ἴδια ὀνόματα», Αριστοτ.)
5. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἴδιος
ο αφοσιωμένος, ο προσκολλημένος σε κάποιον ἡ σε κάτι
β. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἴδιοι
οι συγγενείς
7. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰδία
ο τόπος καταγωγής κάποιου
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἴδιον
α) διακριτικό γνώρισμα
β) η προσωπική γνώμη («ἔγωγε τοὐμὸν ἴδιον» — όσον αφορά τουλάχιστον εμένα, Λουκιαν.)
9. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴδια
οι ιδιωτικές υποθέσεις, τα ιδιωτικά συμφέροντα
10. φρ. α) «τὰ ἴδια πράττω» — φροντίζω για τις προσωπικές μου υποθέσεις
β) (στην Αίγυπτο) «ἴδιος λόγος» — ο ιδιωτικός λογαριασμός
γ) «ἴδιοι λόγοι» — οι πεζοί λόγοι
δ) «Περὶ τῶν ἰδίων βιβλίων» — τίτλος έργου του Γαληνού.
επίρρ...
ιδίως (ΑΜ ἰδίως)
ιδιαιτέρως
νεοελλ.
προπάντων, κυρίως, κατ' εξοχήν
αρχ.
με δικό του όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το αργολ. Fhεδιέστας «ιδιώτης» οδηγεί σε αναγωγή της λ. ίδιος σε τ. Fhεδιος < Fhe-δ-ιος < Fhe (πρβλ. ἕ), με παρέκταση -δ- και κώφωση του -ε- σε -ι-. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. επίρρ. νι- «χωριστά», οπότε η δασύτητα του αργολικού τ. hίδιος θα οφείλεται σε αναλογία προς τους τ. ἕκαστος, ἑαυτοῦ.
ΠΑΡ. ιδιάζω, ιδικός, ιδιότητα(-ότης), ιδιώτης
αρχ.
ιδιούμαι. (Για τα σύνθ. βλ. λ. ίδιο-)].
(II)
-α, -ο
1. αυτός που δεν διαφέρει καθόλου από κάποιον άλλο, ο απαράλλαχτος (α. «τα μάτια τους έχουν το ίδιο χρώμα» β. «μέ έπιασε πάλι ο ίδιος πονοκέφαλος που μέ πιάνει κάθε πρωί»)
2. αυτός που διαφέρει ελάχιστα από κάποιον άλλο, που έχει πολλές ομοιότητες με κάποιον άλλο, ο όμοιος (α. «είναι ίδιος ο πατέρας του» β. «ήταν ίδιος θεός»)
3. (με επιτ. σημ., με άρθρο) α) αυτός καθ' εαυτόν (α. «η ίδια η κατάσταση το επιβάλλει» β. «τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια»)
β) αυτός προσωπικά και όχι άλλος («θα πάω εγώ ο ίδιος να του μιλήσω»)
4. φρ. α) «γύρισε στα ίδια» — ξαναγύρισε στην πατρίδα του ή στο σπίτι του
β) «τα ίδια και τα ίδια» — πράγματα που συμβαίνουν πολύ συχνά, μονότονες επαναλήψεις
γ) «το ίδιο μού κάνει» — δεν μέ νοιάζει, αδιαφορώ
5. παροιμ. «τα ίδια Παντελάκη μου τα ίδια Παντελή μου» ή «τα ίδια της συχωρεμένης» — για πράγματα που επαναλαμβάνονται με μονότονο τρόπο.
επίρρ...
ίδια
με καμιά ή με ελάχιστη διαφορά, όμοια, απαράλλαχτα («ίδια κι απαράλλαχτα»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο νεοελλ. τ. ίδιος προήλθε από το ίδιος (Ι) με συνίζηση (ίδιος). Η σημ. του τ. «απαράλλακτος, όμοιος» είναι προϊόν εξέλιξης της σημ. του ίδιος (Ι) «ατομικός, προσωπικός, αυτός που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιαίτερος, οικείος» σε «όμοιος, ταυτόσημος», από την αναγωγή της χαρακτηριστικής ιδιότητας σε ταυτότητα, σύμπτωση, ομοιότητα προς το χαρακτηριζόμενο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) νεοελλ. ολόιδιος].