Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀστρακηρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
(6_4)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀστρᾰκηρός''': -ά, -όν, ὁ ἔχων φύσιν ὀστρακίνην, ζῷα ὀστρακηρά, ἔχοντα ὀστράκινον [[περίβλημα]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 18, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 19, κ. ἀλλ.· ἴδε [[ὀστρακόδερμος]].
|lstext='''ὀστρᾰκηρός''': -ά, -όν, ὁ ἔχων φύσιν ὀστρακίνην, ζῷα ὀστρακηρά, ἔχοντα ὀστράκινον [[περίβλημα]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 18, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 19, κ. ἀλλ.· ἴδε [[ὀστρακόδερμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀστρακηρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που έχει οστράκινο [[περίβλημα]], [[οστρακόδερμος]] («ὀστρακηρὰ ζῷα» — τα οστρακόδερμα, <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αιχμ</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστρᾰκηρός Medium diacritics: ὀστρακηρός Low diacritics: οστρακηρός Capitals: ΟΣΤΡΑΚΗΡΟΣ
Transliteration A: ostrakērós Transliteration B: ostrakēros Transliteration C: ostrakiros Beta Code: o)strakhro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A of the nature of earthenware, [ζῷα] ὀ. testaceous animals, Arist. GA 763a30, PA679b12, al.

German (Pape)

[Seite 400] von der Art od. Beschaffenheit irdener Geschirre; – ζῷα ὀστρακηρά, Schaalthiere, Arist. H. A. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκηρός: -ά, -όν, ὁ ἔχων φύσιν ὀστρακίνην, ζῷα ὀστρακηρά, ἔχοντα ὀστράκινον περίβλημα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 18, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 19, κ. ἀλλ.· ἴδε ὀστρακόδερμος.

Greek Monolingual

ὀστρακηρός, -ά, -όν (Α)
αυτός που έχει οστράκινο περίβλημα, οστρακόδερμος («ὀστρακηρὰ ζῷα» — τα οστρακόδερμα, Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμ-ηρός)].