Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀστρακηρός: Difference between revisions

From LSJ
29
(6_4)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀστρᾰκηρός''': -ά, -όν, ὁ ἔχων φύσιν ὀστρακίνην, ζῷα ὀστρακηρά, ἔχοντα ὀστράκινον [[περίβλημα]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 18, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 19, κ. ἀλλ.· ἴδε [[ὀστρακόδερμος]].
|lstext='''ὀστρᾰκηρός''': -ά, -όν, ὁ ἔχων φύσιν ὀστρακίνην, ζῷα ὀστρακηρά, ἔχοντα ὀστράκινον [[περίβλημα]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 18, π. Ζ. Μορ. 4. 5, 19, κ. ἀλλ.· ἴδε [[ὀστρακόδερμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀστρακηρός]], -ά, -όν (Α)<br />αυτός που έχει οστράκινο [[περίβλημα]], [[οστρακόδερμος]] («ὀστρακηρὰ ζῷα» — τα οστρακόδερμα, <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄστρακον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αιχμ</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
}}