οφθαλμοβόρος: Difference between revisions
From LSJ
(30) |
(No difference)
|
Revision as of 12:12, 29 September 2017
Greek Monolingual
ὀφθαλμοβόρος, -ον (Α)
(για ένα είδος πτηνού) αυτός που βγάζει και κατατρώγει τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο-βόρος].