παιδαρέλι: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
(30)
(No difference)

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Greek Monolingual

το
(με περιφρονητική σημ.) παιδάριο, παιδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί + υποκορ. κατάλ. -αρέλι (πρβλ. ποδ-αρέλι)].