εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes
το(με περιφρονητική σημ.) παιδάριο, παιδάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί + υποκορ. κατάλ. -αρέλι (πρβλ. ποδ-αρέλι)].