παλλακός: Difference between revisions

30
(6_15)
(30)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''παλλᾰκός''': ὁ, ὁ [[ἐρώμενος]], ὁ παλλακευόμενος, ἐκ τοῦ [[πάλλαξ]] (ὃ ἴδε), Ἡσύχ., Φώτ.
|lstext='''παλλᾰκός''': ὁ, ὁ [[ἐρώμενος]], ὁ παλλακευόμενος, ἐκ τοῦ [[πάλλαξ]] (ὃ ἴδε), Ἡσύχ., Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλλακός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἐρώμενος]]»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «παλλακόν<br />τὸν παλλακευόμενον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλλαξ]], -<i>ακος</i>, [[κατά]] τα αρσενικά σε -<i>ός</i>].
}}
}}