παλλακός

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παλλακός Medium diacritics: παλλακός Low diacritics: παλλακός Capitals: ΠΑΛΛΑΚΟΣ
Transliteration A: pallakós Transliteration B: pallakos Transliteration C: pallakos Beta Code: pallako/s

English (LSJ)

ὁ, minion, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 452] ὁ, der geliebte Knabe, amasius, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

παλλᾰκός: ὁ, ὁ ἐρώμενος, ὁ παλλακευόμενος, ἐκ τοῦ πάλλαξ (ὃ ἴδε), Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

παλλακός, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «ἐρώμενος»
2. (κατά τον Φώτ.) «παλλακόν
τὸν παλλακευόμενον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλλαξ, -ακος, κατά τα αρσενικά σε -ός].