πανδούρα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(30)
(No difference)

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Greek Monolingual

πανδούρα, πανδοῡρα και πανδουρίς, -ίδος, ἡ, και πάνδουρος και φάνδουρος, ὁ, ΝΑ
αρχαιότατο λαϊκό νυσσόμενο έγχορδο μουσικό όργανο, αποτελούμενο από τρεις χορδές ή από τρία ζεύγη χορδών, είδος λαούτου με μακρύ βραχίονα, αλλ. τρίχορδο ή μπαντούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για λ. ανατολικής προέλευσης].