πανάθεστος: Difference between revisions

30
(6_15)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰνάθεστος''': -ον, (θέσασθαι) [[ὅλως]] [[ἀδυσώπητος]], «πάντῃ [[ἀπαραίτητος]]» Ἡσύχ.· Κῶδ. παναίθετος.
|lstext='''πᾰνάθεστος''': -ον, (θέσασθαι) [[ὅλως]] [[ἀδυσώπητος]], «πάντῃ [[ἀπαραίτητος]]» Ἡσύχ.· Κῶδ. παναίθετος.
}}
{{grml
|mltxt=[[πανάθεστος]], -ον (Α)<br />εντελώς [[αδυσώπητος]], απηνέστατος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἄθέστος</i> «[[σκληρός]], [[άτεγκτος]]»].
}}
}}