πανάθεστος

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανάθεστος Medium diacritics: πανάθεστος Low diacritics: πανάθεστος Capitals: ΠΑΝΑΘΕΣΤΟΣ
Transliteration A: panáthestos Transliteration B: panathestos Transliteration C: panathestos Beta Code: pana/qestos

English (LSJ)

πανάθεστον, (θέσσασθαι) quite inexorable, Hsch. (παναίθετος cod.).

German (Pape)

[Seite 456] ganz unerbittlich, πάντα ἀπαραίτητος, Hesych., wo aber παναίθετος verschrieben ist.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάθεστος: -ον, (θέσασθαι) ὅλως ἀδυσώπητος, «πάντῃ ἀπαραίτητος» Ἡσύχ.· Κῶδ. παναίθετος.

Greek Monolingual

πανάθεστος, -ον (Α)
εντελώς αδυσώπητος, απηνέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄθέστος «σκληρός, άτεγκτος»].