πάνωψ: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_22)
 
(30)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάνωψ''': -ωπος, ὁ, ὁ τὰ πάντα ὁρῶν, [[πανόπτης]], [[ὄνομα]] τοῦ Ἄργου ἐπὶ ἀγγείων, Bröndsted σ. 6.
|lstext='''πάνωψ''': -ωπος, ὁ, ὁ τὰ πάντα ὁρῶν, [[πανόπτης]], [[ὄνομα]] τοῦ Ἄργου ἐπὶ ἀγγείων, Bröndsted σ. 6.
}}
{{grml
|mltxt=-ωπος, ὁ Α<br />αυτός που βλέπει τα [[πάντα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>ωψ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πάνωψ: -ωπος, ὁ, ὁ τὰ πάντα ὁρῶν, πανόπτης, ὄνομα τοῦ Ἄργου ἐπὶ ἀγγείων, Bröndsted σ. 6.

Greek Monolingual

-ωπος, ὁ Α
αυτός που βλέπει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ωψ (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. εύ-ωψ].