παταγμός: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(6_14)
(31)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''παταγμός''': ὁ, [[κτύπημα]], Ρήτορες (Walz) 3. 520.
|lstext='''παταγμός''': ὁ, [[κτύπημα]], Ρήτορες (Walz) 3. 520.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[πατάσσω]]<br />[[χτύπημα]] («κρουσμὸν μετώπου καὶ παταγμὸν στήθους», Νείλ.).
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 534] ὁ, der Schlag, Rhett. III, 520, 30.

Greek (Liddell-Scott)

παταγμός: ὁ, κτύπημα, Ρήτορες (Walz) 3. 520.

Greek Monolingual

ὁ, Α πατάσσω
χτύπημα («κρουσμὸν μετώπου καὶ παταγμὸν στήθους», Νείλ.).