παταγητικός: Difference between revisions

31
(6_11)
(31)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰτᾰγητικός''': -ή, -όν, ὁ παταγῶν, θορυβῶν, [[κόσσυφος]] παταγητικὸς ἐξ ᾠδικοῦ γενόμενος Κλήμ. Ἀλ. 221.
|lstext='''πᾰτᾰγητικός''': -ή, -όν, ὁ παταγῶν, θορυβῶν, [[κόσσυφος]] παταγητικὸς ἐξ ᾠδικοῦ γενόμενος Κλήμ. Ἀλ. 221.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παταγῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που κάνει πάταγο, [[θορυβώδης]]<br /><b>2.</b> (για [[πτηνό]]) αυτός που κρώζει («[[κόσσυφος]] [[παταγητικός]] ἐξᾠδικοῡ γενόμενος», Κλήμ.).
}}
}}