παταγητικός

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 534] klappernd, lärmend, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτᾰγητικός: -ή, -όν, ὁ παταγῶν, θορυβῶν, κόσσυφος παταγητικὸς ἐξ ᾠδικοῦ γενόμενος Κλήμ. Ἀλ. 221.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παταγῶ
1. αυτός που κάνει πάταγο, θορυβώδης
2. (για πτηνό) αυτός που κρώζει («κόσσυφος παταγητικός ἐξᾠδικοῦ γενόμενος», Κλήμ.).