πατριδοκάπηλος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
(31) |
(No difference)
|
Revision as of 12:15, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο
αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται την ιδέα της πατρίδας, που υποκρίνεται τον πατριώτη, τον φιλόπατρι, και στο όνομα της πατρίδας επιδιώκει την ικανοποίηση ατομικών συμφερόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατρίδα + κάπηλος (πρβλ. αρχαιο-κάπηλος). Η λ. στον πληθ. πατριδοκάπηλοι μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].