πεζόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(6_18)
 
(31)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεζόπτερος''': -ον, ὁ χρώμενος τοῖς ποσὶν ἀντὶ πτερύγων, Μανασσ. Χρον. 3771.
|lstext='''πεζόπτερος''': -ον, ὁ χρώμενος τοῖς ποσὶν ἀντὶ πτερύγων, Μανασσ. Χρον. 3771.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που χρησιμοποιεί τα πόδια του [[αντί]] για τα φτερά του, ο [[πεζός]] και [[φτερωτός]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσό</i>-<i>πτερος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πεζόπτερος: -ον, ὁ χρώμενος τοῖς ποσὶν ἀντὶ πτερύγων, Μανασσ. Χρον. 3771.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που χρησιμοποιεί τα πόδια του αντί για τα φτερά του, ο πεζός και φτερωτός συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. χρυσό-πτερος].