περισμύχω: Difference between revisions

32
(6_3)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περισμύχω''': [ῡ], [[καταναλίσκω]] [[πανταχόθεν]], [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], ἐρυσίβην ἢ τε... ἀμφὶ περὶ σταχύεσσι περισμύχουσα κάθηται Ὀρφ. Λιθ. 596· ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, εἰσοράαν γὰρ καὶ σὲ [[μάκαρ]] [[ποθέω]] καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες Ἀνθ. Π. 5. 292.
|lstext='''περισμύχω''': [ῡ], [[καταναλίσκω]] [[πανταχόθεν]], [[φθείρω]], [[καταστρέφω]], ἐρυσίβην ἢ τε... ἀμφὶ περὶ σταχύεσσι περισμύχουσα κάθηται Ὀρφ. Λιθ. 596· ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, εἰσοράαν γὰρ καὶ σὲ [[μάκαρ]] [[ποθέω]] καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες Ἀνθ. Π. 5. 292.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λειώνω]], [[κατακαίω]], [[καταστρέφω]] [[κάτι]] με σιγανή, υποκαίουσα [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> (και μτφ.) [[λειώνω]] κάποιον από τις ερωτικές μέριμνες («[[ποθέω]] καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σμύχω]] «σιγοκαίω, [[σιγοβράζω]]»].
}}
}}