περισμύχω
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
English (LSJ)
[ῡ], consume by a slow fire, Orph.L.602; of love, AP 5.291.11 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 591] (s. σμύχω), von allen Seiten, gänzlich im schmauchenden, leise qualmenden Feuer verzehren, übtr. von Sorgen, Agath. 25 (V, 292).
Russian (Dvoretsky)
περισμύχω: (ῡ) досл. жечь на медленном огне, перен. иссушать, томить (τινά Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
περισμύχω: [ῡ], καταναλίσκω πανταχόθεν, φθείρω, καταστρέφω, ἐρυσίβην ἢ τε... ἀμφὶ περὶ σταχύεσσι περισμύχουσα κάθηται Ὀρφ. Λιθ. 596· ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, εἰσοράαν γὰρ καὶ σὲ μάκαρ ποθέω καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες Ἀνθ. Π. 5. 292.
Greek Monolingual
Α
1. λειώνω, κατακαίω, καταστρέφω κάτι με σιγανή, υποκαίουσα φωτιά
2. (και μτφ.) λειώνω κάποιον από τις ερωτικές μέριμνες («ποθέω καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σμύχω «σιγοκαίω, σιγοβράζω»].